- Βέικος, Λάμπρος
- Αγωνιστής του 1821, καπετάνιος από το Σούλι. Γιος του Βέικου Ζορμπά, υιοθέτησε για επώνυμο το όνομα του πατέρα του, όπως συνηθιζόταν τότε στο Σούλι. Μετά την πτώση του Σουλίου (1803), ο Β., μαζί με άλλους Σουλιώτες, έφυγε για τα Επτάνησα όπου και υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Γάλλων και, αργότερα, των Άγγλων. Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα πολιόρκησαν τα Ιωάννινα, ο Β. με τον Μάρκο Μπότσαρη ήρθαν σε συμφωνία με τον Αλή πασά, που τους παρέδωσε το Σούλι, εκτός από το κάστρο της Κιάφας. Για δεύτερη όμως φορά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Σούλι (1822), μετά την πτώση του Αλή πασά και την προέλαση των στρατευμάτων του Χουρσίτ. Ο Β., μετά την εγκατάλειψη του Σουλίου, συνέχισε τον αγώνα και πολέμησε το 1823 στο Αγρίνιο και το 1825 στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όταν ο Κιουταχής πρότεινε στη φρουρά του Μεσολογγίου να παραδώσει την πόλη και να φύγει, ο Ταχίρ Αμπάζης έγραψε γράμμα στον Β., σαν παλιός του γνώριμος, και τον συμβούλευε να δεχτεί τους όρους του Κιουταχή. Ο Β. απάντησε πως ο Κιουταχής χωρίς πόλεμο δεν μπορεί να πάρει το Μεσολόγγι. Ο Κιουταχής διέταξε τότε έφοδο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τον Ιανουάριο του 1826, ο Β. με τέσσερις αγωνιστές πήγε στην Ύδρα να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για την άμυνα της πόλης. Κατά την απουσία του έπεσε το Μεσολόγγι. Αργότερα εντάχθηκε στη στρατιά του Καραϊσκάκη και πολέμησε στην Αράχοβα και στα Σάλωνα. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Β., μαζί με άλλους καπεταναίους και 2.500 άνδρες, ξεκίνησαν από το Φάληρο για να καταλάβουν με έφοδο την Αθήνα. Επακολούθησε η μάχη του Αναλάτου, στην οποία ο Β. σκοτώθηκε και οι Έλληνες γνώρισαν μια χωρίς αμφιβολία σημαντική ήττα.
Προσωπογραφία του αγωνιστή του 1821 Λάμπρου Βεΐκου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Dictionary of Greek. 2013.